-
1 αποδόσει
ἀπόδοσιςgiving back: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποδόσεϊ, ἀπόδοσιςgiving back: fem dat sg (epic)ἀπόδοσιςgiving back: fem dat sg (attic ionic) -
2 ἀποδόσει
ἀπόδοσιςgiving back: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποδόσεϊ, ἀπόδοσιςgiving back: fem dat sg (epic)ἀπόδοσιςgiving back: fem dat sg (attic ionic) -
3 καθυποβάλλω
A subject, Heliod. in EN109.20, Eust. 1406.41;τινὰς τῇ τοῦ τετραπλασίου ἀποδόσει Just.Nov.161.1.3
:—[voice] Pass., ποιναῖς ib.134.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυποβάλλω
-
4 ὑπαντάω
A- ήσομαι J.AJ1.20.1
, A.D. Synt.149.15, S.E.M.10.61: [tense] aor.- ήντησα Plu.Arat.34
, [dialect] Dor.- άντᾱσα Pi.P.8.59
:— come or go to meet, either as a friend, X.Cyr.3.3.2; or in arms, ib.1.4.22, 4.2.17;εἰς τὰς ὁδοὺς ὑ. Hyp.Eux.22
, cf. SIG798.21 (Cyzicus, i A. D.);ὑ. τινί Pi.
l. c., X.Cyr.6.3.15, Ev.Matt.8.28, etc.;ὑ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Plu.
l. c.; πρὸς τὸ [βῆμα] POxy.1630.15 (iii A. D.): also c. gen.,ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑ. S.Ph. 719
(anap., s. v. l.): —in App.BC5.45, the acc. ὄντα (sic codd., ὄντι Schweigh., Mendelss.) refers to σε κατιόντα ὁρῶν just before:—later in [voice] Med.,ὑπαντώμενος αὐτοῖς Hdn.2.5.5
, cf. 3.11.3, 5.4.5, etc.II metaph., meet, i. e. agree to,ταῖς τιμαῖς Posidon.36
J.; present oneself at,τῇ ἀποδόσει Sammelb. 6.23
(iii A. D.);πρὸς τὴν ἀπόδοσιν BGU614.23
(iii A.D.).2 meet, i.e. reply or object to,τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι E.Supp. 398
(s. v.l., v. ὕπαντα) ; πρός τινα or τι S.E.M.10.105, etc.; πρός τι ὑ. ὡς .. A.D. Synt.265.4: abs., εὐαρεστήσεως ὑπαντησομένης come in response, ensue, Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.85, cf. 100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαντάω
См. также в других словарях:
ἀποδόσει — ἀπόδοσις giving back fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποδόσεϊ , ἀπόδοσις giving back fem dat sg (epic) ἀπόδοσις giving back fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek